Πολιτιστικές

Τα εκθέματα του Μουσείου αφηγούνται την ιστορία τους

Τη Δευτέρα 23 Οκτωβρίου 2023 το ΓΕ.Λ. Ευπαλίου επισκέφτηκε το Αρχαιολογικό Μουσείο Πατρών και οι μαθητές/-τριες του σχολείου μας  συμμετείχαν προαιρετικά σε μια δράση δημιουργικής γραφής που εντάσσεται στο ευρύτερο Σχέδιο Δράσης του σχολείου μας που φέρει τον τίτλο «Ακονίζω τη Γλώσσα μου II». Με την καθοδήγηση και την επιμέλεια των φιλολόγων  μας, οι μαθητές/-τριές μας υιοθέτησαν τη φωνή ενός εκθέματος που τα εντυπωσίασε και μας αφηγήθηκαν την ιστορία του.

Εντυπωσιάζει το γεγονός πως παρόλο που το θέμα ήταν ελεύθερο, γιατί δε θέλαμε να περιορίσουμε τη φαντασία τους, στην  πλειοψηφία  τους κυριαρχεί ως θεματικό μοτίβο  το δίπολο του Έρωτα και του Θανάτου, η σύζευξη των αιώνιων μυστηρίων της ζωής,  που από την αρχαιότητα ακόμη αποτυπώθηκε στη θρησκεία, τη μυθολογία και την τέχνη.

 Όπως σας είχαμε υποσχεθεί, δημοσιεύουμε τα αφηγήματά τους -και μάλιστα με περηφάνια.. Δεν έχετε παρά να τα απολαύσετε…

Εργασία του Μαθητή Αλεξανδρής Γαβριήλ (Β΄Λυκείου)

Το χρυσό στεφάνι

Στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ., στην αρχαία πόλη της Πάτρας, ζούσε ένα νεαρό και γοητευτικό κορίτσι με το όνομα Ελένη. Ήταν γνωστή σε ολόκληρη την πόλη για την εξαιρετική ομορφιά της και τη γοητεία της, αλλά επίσης θαυμαζόταν για την εξυπνάδα και την καλοσύνη της.

Η ζωή της Ελένης πήρε  μια παράξενη τροπή, όταν γνώρισε ένα όμορφο νεαρό άντρα, το Δημοσθένη, έναν ταλαντούχο γλύπτη. Οι δρόμοι τους συναντήθηκαν μια ηλιόλουστη μέρα στην  αγορά και τα μάτια τους και οι καρδιές τους συναντήθηκαν αμέσως. Ο έρωτας μεγάλωνε ανάμεσά τους, δυνατός και παθιασμένος, καθώς πέρναγαν τις ημέρες τους εξερευνώντας τα όμορφα τοπία της Πάτρας και τις νύχτες τους χαμένοι στην παρουσία ο ένας του άλλου.

Καθώς η αγάπη τους μεγάλωνε, ο Δημοσθένης αποφάσισε να δημιουργήσει ένα αριστούργημα που θα απαθανάτιζε  την αγάπη τους. Έτσι, με φιλοτέχνησε. Είμαι ένα λεπτό στέμμα από χρυσό, διακοσμημένο με επιχρυσωμένα φύλλα μυρτιάς από χαλκό και επιχρυσωμένους πήλινους σφαιρικούς καρπούς μυρτιάς. Γεννήθηκα για να συμβολίζω την αγάπη τους και είμαι η απόδειξη της αφοσίωσης του Δημοσθένη  στην  Ελένη.

Η ημέρα που με δώρισε στην Ελένη ήταν μαγευτική. Δάκρυα άρχισαν σιγά σιγά να κυλάνε  στα μάτια της. Καθώς δέχτηκε το  δώρο, συνειδητοποίησε το εύρος  της αγάπης του Δημοσθένη. Φόρεσε το στέμμα με υπερηφάνεια στο κεφάλι της, και οι άνθρωποι της Πάτρας θαύμαζαν την ομορφιά του και την ιστορία αγάπης που αντιπροσώπευε.

Η αγάπη τους συνέχισε να ανθίζει, με το Δημοσθένη να δημιουργεί γλυπτά που έδειχναν περιγραφικά  την ομορφιά της Ελένης και την Ελένη να απαγγέλλει ποίηση που γιόρταζε την αγάπη τους. Οι άνθρωποι της Πάτρας τους θαύμαζαν ως το τέλειο ζευγάρι, με την αγάπη τους να ακτινοβολεί σαν φάρος στην πόλη.

Αλλά η μοίρα είχε άλλα σχέδια για την Ελένη και το Δημοσθένη.  Η δυστυχία  χτύπησε όταν η Ελένη αρρώστησε σοβαρά. Ο Δημοσθένης παρέμεινε στο πλευρό της, φροντίζοντάς την με συνεχή αφοσίωση. Παρόλη την αγάπη τους, η υγεία της Ελένης επιδεινώθηκε και πέθανε, αφήνοντας τον Δημοσθένη μόνο.

Η κηδεία της Ελένης ήταν μια θλιβερή στιγμή, και ο Δημοσθένης με έθαψε μαζί με  την αγαπημένη του. Στεφάνωνα τη νεκρή του αγάπη στον τάφο της ως σύμβολο του αιώνιου έρωτά τους. Συνέχισε να δημιουργεί όμορφα γλυπτά στη μνήμη της, και κάθε μέρα, μας επισκεπτόταν στον τάφο της, φέρνοντας φρέσκα λουλούδια και αναπολώντας τον χρόνο που πέρασαν μαζί.

Παρέμεινα για πάντα  ένα σύμβολο της αγάπης που κάποτε υπήρχε  ανάμεσα στην Ελένη και τον Δημοσθένη, μιας αγάπης μοναδικής και αξιοζήλευτης.

Εργασία της Μαθήτριας Μόνικας Βέλιου (Β΄Λυκείου)

Το πνεύμα της αγάπης

Ποια είναι τελικά η ερμηνεία της αγάπης; Αγαπήσαμε αληθινά ποτέ μας; Είχαμε κάποιον δίπλα μας που να μας αγαπάει πραγματικά; Θα δίναμε την ζωή μας για την αγάπη;

           Η μουσική γέμισε το δωμάτιο γαλήνια με τα πιο ζωηρά χρώματα∙ ακούμπησε απαλά πάνω στα πράγματα και γέμιζε μέχρι και εκείνα με χαρά. Η Αριάδνη έπαιζε και όλο της το κορμί παλλόταν. Τα μαλλιά της που χόρευαν στους ώμους της, γλιστρούσαν από την κοτσίδα της και έπεφταν μπροστά στο καλοσχηματισμένο πρόσωπο της με τα κατακόκκινα γλυκά μάγουλά της. Τα δάχτυλά της πονούσαν επάνω στις χορδές της λύρας ευτυχισμένα. Άνοιξαν τα μάτια της και έπεσαν τυχαία στη μικρή της αδερφή. Η Οιάνθη καθόταν απέναντί της θαυμάζοντας την. Φορούσε ένα απλό φόρεμα και είχε έναν διακριτικό κότσο στα μαλλιά που την έκανε να μοιάζει με βασιλοπούλα. Η Αριάδνη την κοίταξε, της χαμογέλασε, και η μικρή ξεκίνησε να τραγουδάει στο ρυθμό του τραγουδιού που έπαιζε η αδερφή της και τότε ήταν  που ολόκληρο το δωμάτιο πλημμύρισε από χρωματιστές νότες. Η Αριάδνη ήταν δεκαεπτά ετών, ενώ η αδερφή της ήταν δεκαπέντε. Τα δύο κορίτσια ζούσαν με τους γονείς τους, τον Λύσανδρο και τη Διογένεια, στη Ζάκυνθο, κοντά στο λιμάνι. Ο Λύσανδρος ήταν από τους μεγαλύτερους εμποροπλοιάρχους και είχε το καλύτερο πλήρωμα. Ταξίδευε συχνά σε πολλά νησιά και περιοχές της Ελλάδας, αλλά τα αγαπημένα του ήταν η Ελαφόνησος και η Πάτρα. Εκεί σύχναζε.

Ο Μιλτιάδης, λοιπόν, ένας έφηβος που είχε στο πλήρωμα του, μεγάλωσε μέσα στους δρόμους χωρίς τη φροντίδα τη συμπόνια και την πατρική-μητρική αγάπη. Από τα πέντε του χρόνια μέχρι τα δεκαεφτά που είχε φτάσει τώρα φρόντιζε μόνος του τον εαυτό του. Ήταν ένα φτωχό παιδί γεμάτο άγχος για το πώς θα ζήσει. Ζούσε με ελάχιστα και έβγαζε το ψωμί του με μεγάλη δυσκολία. Ήταν όμως συνετός, αγαπητός σε όλους και πρόθυμος να βοηθήσει τους πάντες. Ζούσε στην Πάτρα  και ταξίδευε πολύ συχνά μέχρι την Ζάκυνθο και τα νησιά του Ιονίου κάνοντας εμπόριο. Ο εμποροπλοίαρχος, που του είχε μεγάλη αδυναμία, του έδινε πολύ θάρρος και του έλεγε ότι κάποια στιγμή θα φτάσει πολύ ψηλά. Έτσι, τον συμβούλευε και του μάθαινε «τα κόλπα» των ναυτικών και τον είχε συνεχώς από κοντά του. Μερικές ημέρες ο Λύσανδρος τον έπαιρνε μαζί του στην Ζάκυνθο. Δεν πήγαινε όμως σπίτι τους, οπότε δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να γνωρίσει την Αριάδνη, την Οιάνθη και τη Διογένεια. Η Αριάδνη από την άλλη κάθε φορά που γύριζε ο πατέρας της από τα ταξίδια του, παρατηρούσε από το παράθυρο της τον Μιλτιάδη και τον θαύμαζε, όπως έκανα και εγώ. Τον βρίσκαμε πολύ γοητευτικό και εκείνη προσπαθούσε να βρει την ευκαιρία να τον γνωρίσει από κοντά.

               Ένα δειλινό τα κορίτσια έμαθαν ότι ο πατέρας τους θα γυρνούσε από ένα ταξίδι και έπιασαν τη συζήτηση.

ΑΡΙΑΔΝΗ: Οιάνθη, σταμάτα να με κοιτάζεις έτσι! Άντε τώρα, μη σου πω και σένα καμία κουβέντα…  Σου έχω πει χίλιες φορές… δεν ξέρω τίποτα για εκείνον! Πώς να πάω να του μιλήσω; Άντε, γείρε τώρα. Αύριο πρέπει να σηκωθούμε νωρίς.

ΟΙΑΝΘΗ: Όχι, Αριάδνη μου, σήμερα δεν πρόκειται να πάω για ύπνο, άμα δεν μου υποσχεθείς ότι αύριο θα πας και θα μιλήσεις στον Μιλτιάδη! Έχεις εδώ και ένα χρόνο που… και κάθε φορά που λέει η μάνα ότι ο πατέρας θα γυρίσει τα μάτια σου αστράφτουν.

ΑΡΙΑΔΝΗ: Σουτ, καλή μου, να χαρείς! Θα μας ακούσει η μάνα και άντε να της εξηγήσουμε…

               Η Αριάδνη κοίταξε ταραγμένη την μισοκλεισμένη πόρτα μήπως και είναι απέξω η Διογένεια και τις ακούει, ενώ η Οιάνθη την κοιτούσε με ένα βλέμμα απογοήτευσης και συγχρόνως θυμού που δεν την άκουγε.

ΑΡΙΑΔΝΗ: Κάνε τις προσευχές σου κάποια στιγμή ο πατέρας να τον φέρει για φαγητό, γιατί ξέρεις ότι είναι πολύ προσβλητικό στο πρόσωπο των γονιών μας να μιλήσω σε κάποιο άγνωστο αγόρι.

Τότε καληνύχτησαν η μια την άλλη και έπεσαν για ύπνο μέσα στο βαθύ σκοτάδι.

              Την επόμενη μέρα νωρίς-νωρίς που ξυπνήσανε κάνανε καθαριότητες στο σπίτι. Τραγουδούσαν όλες μαζί κι ολόκληρη η πόλη  «γλεντούσε» μαζί τους. Κελαηδούσαν δυνατά τα πουλιά, τα κλαδιά των δέντρων τρίζανε, τα σύννεφα τις κοιτούσαν και χαμογελούσαν, ο ήλιος στο άκουσμα τους έλαμπε πιο δυνατά και η θάλασσα με το απαλό αεράκι έκαναν όμορφο κλίμα. Πέρασε κάμποση ώρα. Είχε έρθει πλέον το σούρουπο και σιγά-σιγά άρχισε να νυχτώνει. Είχαν κάτσει όλες μαζί και συζητούσαν διάφορα θέματα όσο άνοιγαν τα  φύλλα για τις πίτες. Πέρναγε η ώρα πάρα πολύ ευχάριστα. Η Οιάνθη πήρε λίγο αλεύρι και το πέταξε στα μαλλιά της Διογένειας και εκείνη κρατούσε λίγη ζύμη και την πέταξε στο κεφάλι της Αριάδνης. Ξεκίνησαν έναν «πόλεμο». Η  Διογένεια κυνηγούσε μέσα στο σπίτι και τις δύο. Τα μαλλιά τους από το αλεύρι είχαν γίνει σαν τις χιονισμένες ημέρες. Η Αριάδνη άκουσε την αυλόπορτα να ανοίγει και τη φωνή του πατέρα της να τις καλεί. Έτρεξε με ενθουσιασμό, άνοιξε την πόρτα, αγκάλιασε τον πατέρα της και αμέσως το βλέμμα της πήγε στο Μιλτιάδη που -για καλή της τύχη- τον είχε καλέσει για φαγητό ο Λύσανδρος.

ΔΙΟΓΕΝΕΙΑ: Κορίτσια μου, έχετε γίνει κάτασπρες από τα αλεύρια… Πηγαίνετε γρήγορα πάνω να αλλάξετε και κάντε γρήγορα! .

             Τα κορίτσια τρέξανε στις σκάλες και ανεβήκανε στο δωμάτιο τους. Κλείσαν  την πόρτα πίσω τους και χοροπηδούσαν πάνω στα κρεβάτια από τη χαρά τους. Ντύθηκαν γρήγορα. Βάλανε τα σκουλαρίκια τους, τα όμορφα δαχτυλίδια τους,  έφτιαξαν τα μαλλιά τους… Κατέβηκαν τρέχοντας τα σκαλιά, έφτασαν στο τραπέζι, το  έστρωσαν και έκατσαν όλοι μαζί να φάνε. Ο εμποροπλοίαρχος δεν είχε μιλήσει ποτέ για τις κόρες του και για τη γυναίκα του και ο Μιλτιάδης ήταν πολύ χαρούμενος και ενθουσιασμένος που θα τις γνώριζε όλες. Του είπε λίγα πράγματα για τη γυναίκα του μα αυτός μέσα του αδιαφορούσε πλήρως. Ήθελε πώς και πώς να μάθει για την Αριάδνη… Από την πρώτη στιγμή που την κοίταξε ένιωσε έναν κόμπο στο στομάχι του και πεταλούδες να φτερουγίζουν μέσα του.

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Και αυτή Μιλτιάδη μου είναι η πρώτη μου κόρη, η Αριάδνη. Ξέρει πολύ καλή λύρα, της αρέσει πολύ η γραφή και η ανάγνωση και από ό,τι βλέπεις της αρέσει πολύ να καλλωπίζεται σαν κάθε θηλυκό!

Τα παιδιά κοιτάχτηκαν και έριξαν ένα δειλό-δειλό, διακριτικό, γλυκό χαμόγελο ο ένας στον άλλον.

                    Πέρασε η ώρα πολύ ευχάριστα και ήρθε η στιγμή που ο Μιλτιάδης θα έφευγε από το σπίτι. Και όταν είχε πέσει η νύχτα για τα καλά και είχαν έρθει σχεδόν τα μεσάνυχτα, άκουσα έναν παράξενο ήχο από το παράθυρο. Σηκώθηκε εκείνη τη στιγμή η Αριάδνη, με απορία κοίταξε κάτω και αντίκρισε τον Μιλτιάδη,  που είχε έρθει στα κρυφά να την πάρει να πάνε μια βόλτα. Είχε κολλήσει με τα μάτια της, είχε την ανάγκη να την γνωρίσει. Εκείνη τον κοίταξε, του έγνεψε «ναι» με το κεφάλι της, πήγε μέχρι τον καθρέφτη, με άρπαξε από το κομοδίνο και με φόρεσε στα απαλά νεανικά της δάχτυλα.  Κοιτάχτηκε, πήρε μια βαθιά ανάσα, χαμογέλασε, άρπαξε το χιτώνα της  και  κατέβηκε γρήγορα να μην χάσει ούτε λεπτό από αυτή τη νυχτιά.

ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΑΡΙΑΔΝΗΣ

                  Αγαπημένο μου ημερολόγιο, σου γράφω, για να μην ξεχάσω ποτέ μου το πιο ευτυχισμένο και γλυκό βράδυ της ζωής μου.

Όσο περπατούσαμε στο λιμάνι και κοιτούσαμε τα φώτα να πέφτουν πάνω στα γαλήνια νερά της θάλασσας, παρατηρούσα την ξαστεριά που σπάνια έβλεπα. Ακουγόταν μόνο η ησυχία της πόλης και τα κύματα που βαριοχτυπούσαν τα βοτσαλάκια. Με κοιτούσε συνεχώς και τα καταγάλανα μάτια του έλαμπαν. Ώσπου ξεκίνησε να μου μιλάει …

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ: Ώστε σου αρέσει να παίζεις λύρα; Εγώ λατρεύω την πανδούρα.1 Χάνομαι στον ήχο της… Παίζω πάντα, όταν βρω ευκαιρία.

………………………………………………………………………………………….

1.τρίχορδο μουσικό όργανο των αρχαίων Ελλήνων.

ΑΡΙΑΔΝΗ: Ναι, παίζω από πολύ μικρή, Όταν ξανάρθεις στο σπίτι, φέρε την πανδούρα σου να παίξουμε μαζί. Θα είναι ευχάριστο.

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ: Ναι, θα την φέρω! Πολύ καλή ιδέα!

                   Μου χαμογέλασε και έλιωσα…  Ένιωσα τα πόδια μου να καταρρέουν και την καρδιά μου να πετάει. Ήθελα εκείνη τη στιγμή να του εξομολογηθώ τα πάντα. Συνεχίσαμε για πολλή ώρα τη χαλαρή βόλτα μας συζητώντας και γνωρίζοντας ο ένας τον άλλον. Και αφού κόντευε πια να ξημερώσει, πήραμε την απόφαση να γυρίσουμε. Μόλις έφτασα στο σπίτι ξάπλωσα στο κρεβάτι μου και ένιωσα μια ανακούφιση στο στομάχι μου. Έριξα ένα δυνατό χαμόγελο στο κενό παράθυρο, στο σκότος της νύχτας και ένιωσα μέσα σε αυτό μια λάμψη που ξεπρόβαλε από την καρδιά μου…

Περνούσε ο καιρός και είχαν πλέον ενηλικιωθεί και οι δύο τους. Η αγάπη των εφήβων γινόταν όλο και πιο δυνατή, όπως ένα αγόρι που με τα χρόνια γίνεται άντρας. Βγαίνανε κάθε βράδυ στα κρυφά. Ο έρωτας τους μεγάλωνε συνεχώς. Ένα δειλινό βρέθηκαν στην ακρογιαλιά. Είχαν καθίσει αγκαλιά, γελούσαν, ήπιαν, φιληθήκαν, ενώ εγώ αμέτοχο καθόμουν και τους θαύμαζα. Όσο περνούσε η ώρα, εγώ συνέχιζα να τους καμαρώνω, κοιτούσα τα άστρα και άκουγα τον ήχο της θάλασσας να χτυπάει γαλήνια πάνω στα βότσαλά της που με νανούριζε. Ο Μιλτιάδης γονάτισε μπροστά μας και είπε τα εξής αγαπημένα λόγια που ακούω από κάθε παλικάρι εδώ και δεκαετίες.

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ: Αγαπημένη μου Αριάδνη, είσαι η λάμψη της ζωή μου, η χαρά στις λύπες μου. Είσαι η κορόνα μου, ο λόγος που πλέον χαμογελάω συνεχώς. Σε αγαπάω και θέλω να σε κάνω γυναίκα μου, να περάσω την υπόλοιπη ζωή μου πλάι σου, να σε κάνω όσο  ευτυχισμένο με κάνεις εσύ.

                    Ύστερα από λίγες ημέρες,  ο Μιλτιάδης πήγε στο σπίτι τους και ζήτησε το χέρι της.  Η Αριάδνη δέχτηκε και τις επόμενες μέρες γέμισε το σπίτι με γλέντια, χορούς και χαρές, γιατί θα παντρευόταν η πρωτότοκη κόρη. Ο Λύσανδρος και η Διογένεια συγκινημένοι έδωσαν την ευχή τους για τους αρραβώνες των παιδιών τους…

                      Περνούσαν τα χρόνια. Ερχόντουσαν χειμώνες, καλοκαίρια… Ο Μιλτιάδης και η Αριάδνη έφτιαξαν σπιτικό στην Πάτρα  μεγαλώνοντας την οικογένεια τους με τρία πανέμορφα παιδάκια. Ήλθε όμως καιρός πολέμου και περνούσαν δύσκολα  με τις αρρώστιες, τα ελάχιστα χρήματα και τους πολιορκητές έτοιμους να εισβάλουν. Τα παιδιά τους υπέφεραν από μια βαριά αρρώστια, ενώ η Αριάδνη και η Οιάνθη, που είχε έρθει από τη Ζάκυνθο να βοηθήσει την αδερφή της, φρόντιζαν τα μικρά καθημερινά χωρίς σταματημό. Ο Μιλτιάδης είχε κληθεί πριν από  ένα μήνα στην πρώτη γραμμή του πολέμου και δεν ήξεραν τι είχε απογίνει. Εκείνος είχε κουραστεί πολύ μακριά από την οικογένειά του. Σε κάθε μάχη σκεφτόταν την αγαπημένη του Αριάδνη. Αν και είχαν ζήσει τόσα χρόνια μαζί,  ποτέ δεν έχασε την αγάπη του για εκείνη. Σκεπτόταν τα όμορφα μερόνυχτα που περνούσε με τα μονάκριβα παιδιά του. Όλα αυτά τον έκαναν πιο δυνατό στις μάχες με αποτέλεσμα να είναι πολύ περήφανος που προστάτευε την οικογένειά του με αντάλλαγμα τη ζωή του.

                   Πέρασε ένας ολόκληρος χρόνος από τότε που είχε φύγει ο Μιλτιάδης. Ο πόλεμος τελείωσε και ο εχθρός εξοντώθηκε. Όμως εκείνος λαβωμένος, κατάκοπος και εξαντλημένος είχε ορκιστεί ότι θέλει να δει τελευταία φορά την οικογένειά του. Ταξίδεψε, λοιπόν, μέρες ετοιμοθάνατος. Και όταν έφτασε στην Πάτρα, στο κατώφλι του σπιτιού του, η Αριάδνη τον αντίκρισε από το παραθύρι, όπου τον περίμενε μέρα με τη μέρα να γυρίσει. Ήταν μια βροχερή μέρα. Έξω ακούγονταν βροντές και εκείνη βγήκε μέσα στη βροχή, τον αγκάλιασε και έκλαψε μαζί του από χαρά. Τα κρυστάλλινα δάκρυά τους γινόντουσαν ένα με τις αδιάκοπες σταγόνες της βροχής. Τότε ήρθε κοντά μας η Οιάνθη, κοίταξε τον Μιλτιάδη μέσα στα μάτια και του είπε:

ΟΙΑΝΘΗ: Μιλτιάδη μου, καλώς όρισες στο σπιτικό σου. Είμαστε περήφανες που έχουμε κοντά μας έναν γενναίο ήρωα σαν και εσένα. Μου ζήτησε η Αριάδνη να σου το πω εγώ, γιατί εκείνη δεν θα μπορούσε. Τα παιδιά … Τα χάσαμε…  Ήταν πολύ βαριά αρρώστια. Δεν άντεχαν άλλο τον πόνο.

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ: Όσο και αν κλάψω, ξέρω ότι τα παιδιά μου είχαν την καλύτερη μάνα και εγώ είχα την καλύτερη γυναίκα. Και εσένα, Οιάνθη μου, θα σε έχω για πάντα στην καρδιά μου. Να προσέχετε για πάντα η μία την άλλη, να είστε δυνατές η μία για την άλλη. Εγώ θα φύγω. Πάω να προστατέψω τα παιδιά μας. Πάω να είμαι κοντά τους, να έχουν κάποιον από εμάς, να μην φοβούνται. Μην με ξεχάσετε… Σας αγαπάω και τις δύο.

Ο Μιλτιάδης έγειρε κα ξεψύχησε στην αγκαλιά της Αριάδνης. Η Οιάνθη την αγκάλιασε. Ο πόνος ήταν αβάσταχτος… Η βροχή δυνάμωνε. Δεν άντεχαν άλλο πόνο, όμως ήξεραν ότι για πάντα θα είχε η μία την άλλη στο πλευρό της.

              Πέρασαν τρεις ημέρες. Μαυροντυμένες και κατάκοπες έθαψαν τον νεκρό τους με δάκρυα στα μάτια. Η Αριάδνη είχε σκοπό να με θάψει μαζί του ως νεκρικό δώρο, κτέρισμα προς τον αγαπημένο της. Ήμουν το πιο λαμπρό κειμήλιο. Ήμουν δώρο της μητέρας της και πήγαινα από χέρι σε χέρι, από γενιά σε γενιά. Όμως εκείνη ορκίστηκε πως μαζί με τον Μιλτιάδη θα πέθαινε και η καρδιά της. Επόμενος άντρας δεν θα υπήρχε στο πλάι της, για να κάνει κόρη και να με χαρίσει σε εκείνη. Με έβγαλε λοιπόν από το χέρι της, με φίλησε με ακούμπησε πάνω στον θώρακα του Μιλτιάδη και τότε είπε:

ΑΡΙΑΔΝΗ: Άντρα μου, σε αγάπησα, χάρηκα κι έκλαψα μαζί σου, σε πόνεσα. Μου χάρισες τις καλύτερες στιγμές. Η καρδιά μου ήταν μόνο δική σου και θα είναι για πάντα. Όταν σε έχασα, έχασα και το χαμόγελο που μου έλεγες συνεχώς πόσο όμορφο είναι, γιατί το πήρες κοντά σου. Να προσέχεις τα αγαπημένα μας παιδιά εκεί  που θα πας. Να προσέχεις κι εμένα και να μην με αφήνεις ποτέ μονάχη μου.

Εργασία της Μαθήτριας Κολοβελόνη Κωνσταντίνας (Β΄Λυκείου)

Το περιδέραιο

            Στους αρχαίους καιρούς, στην Αχαΐα,  ζούσε ο Άτλας, ένας βασιλιάς, που είχε ένα μοναχογιό, τον Αλκίνοο. Ο Άτλας αναζητούσε μια πριγκίπισσα, για να παντρέψει το γιο του. Και έτσι έστειλε πρόσκληση σε πολλά βασίλεια. Πράγματι, αμέτρητοι βασιλιάδες με τις κόρες τους επισκέφτηκαν το βασίλειο του Άτλα, με την ελπίδα να επιλέξει τη θυγατέρα τους ο πρίγκηπας.

Ανάμεσα στις υποψήφιες νύφες ήταν και δυο δίδυμες αδελφές: η Εμμέλεια και η Δελχαρώ. Αυτές είχαν έρθει από το βασίλειο του Ιλίου, μαζί με τον πατέρα τους, το βασιλιά Ιλιανό. Μεταξύ τους δεν τα πήγαιναν ιδιαίτερα καλά, αφού ήταν διαφορετικοί χαρακτήρες. Η Εμμέλεια ήταν ήρεμη, ευγενική, πρόσχαρη  και υπεύθυνη. Η Δελχαρώ, αντίθετα, ήταν ιδιότροπη, οξύθυμη, κυκλοθυμική και ανώριμη.

Ο πρίγκηπας απέρριπτε και απέρριπτε και απέρριπε βασιλοπούλες από όλες τις γωνιές του τότε γνωστού κόσμου. Όταν όμως συναντήθηκαν τα μάτια του με τα μάτια της Εμμέλειας, την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα και παράφωρα. Η Δελχαρώ, που στεκόταν δίπλα της, παρότι ολόιδια στη μορφή, δεν τράβηξε την προσοχή του. Ο πρίγκηπας της έριξε ένα φευγαλέο βλέμμα και βύθισε και πάλι τα μάτια του στην Εμμέλεια. Την καρδιά του έλουσε ένα φως πολύ πιο λαμπρό από το φως όλων μαζί των αστεριών, καθώς αυτά τα έβλεπε στα μάτια της.

Η Δελχαρώ ένιωσε τη ζήλια να διαχέεται μέσα της. Ηφαίστειο που εκρήγνυται η ψυχή της και η πύρινη λάβα του έκαιγε τα σωθικά της. Διψούσε απεγνωσμένα για εκδίκηση. Δεν άντεχε να βλέπει την «υπέροχη» και «τέλεια» αδελφή της να τραβάει για ακόμη μια φορά όλη την προσοχή και την αγάπη όλων! Ειδικά με το γάμο αυτό, η Εμμέλεια θα γινόταν για ακόμη μια φορά το επίκεντρο της προσοχής. Θα γινόταν μια σπουδαία βασίλισσα, ενώ η ίδια θα έβγαινε στο περιθώριο… Όλος ο οίκος θα καμάρωνε για την Εμμέλεια. Ενώ η Δελχαρώ θα ήταν η κόρη που δεν κάνει τίποτε σωστά, αυτή που μένει πάντα «στην απέξω», αξιολύπητη και τιποτένια, γιατί δεν είναι σαν την Εμμέλεια, γιατί… γιατί;

Οι δυο αδελφές επέστρεψαν με τον πατέρα τους, το βασιλιά Ιλιανό, στο παλάτι τους στο Ίλιον. Έπρεπε να ετοιμαστούν τα προικιά…  Άρχισαν, λοιπόν,  τις ετοιμασίες για το γάμο. Και όσο κρατούσαν οι ετοιμασίες, πλεκόταν και το σχέδιο εκδίκησης της Δελχαρώς.  Ένα βράδυ που όλοι γλεντούσαν βρήκε την ευκαιρία να ψάξει κρυφά στα γαμήλια δώρα της μισητής αδελφής της. Και τότε με ανακάλυψε…

Ήμουν το πιο όμορφο περιδέραιο που είχαν αντικρίσει ποτέ τα μάτια της. Ολόχρυσο… εξαιρετικό…  όταν ο ήλιος έπεφτε πάνω μου, σε τύφλωνα μεμιάς. Πόσο θα ήθελε να ήμουν δικό της! Με έβαλε και πάλι στην πυξίδα μου (την κοσμηματοθήκη) και έφυγε από το δωμάτιο με δηλητηριασμένη την καρδιά της από τη ζήλια.

Ύστερα από λίγες μέρες αναχώρησε όλη η οικογένεια με το καράβι για τη μακρινή Αχαΐα, όπου θα γινόταν ο γάμος. Όταν έφτασαν, τους υποδέχτηκαν με χαρές και γλέντι τρικούβερτο. Όλα πλέον ήταν έτοιμα για το βασιλικό γάμο. Την παραμονή η Δελχαρώ με πήρε ξανά στα χέρια της. Με θαύμασε και πάλι για ώρα  αρκετή, με φόρεσε στο λαιμό της, με χάιδευε. Άνοιξε ένα φιαλίδιο και με επάλειψε προσεκτικά με ένα άχρωμο και άοσμο υγρό. Μουρμούριζε την ώρα εκείνη και κάτι λόγια… Ξόρκια ήταν; Λόγια μίσους; Πάντως φράσεις δυσνόητες που δεν μπορούσα να καταλάβω, αλλά ήμουν σίγουρο ότι δεν ήταν για καλό. Όσο με άλειφε με το υγρό, πάγωνα. Ένιωθα το κακό να με τυλίγει.

Τη μέρα του γάμου από νωρίς οι δούλες ετοίμαζαν την Εμμέλεια. Την έλουσαν και της έβαλαν αρωματικά λάδια. Της φόρεσαν το νυφικό, το πέπλο, τα κοσμήματα κι εμένα… το εξαιρετικό περίτεχνο περιδέραιο, δώρο των γονιών της για το γάμο της, που το είχε φιλοτεχνήσει ο καλύτερος τεχνίτης του Ιλίου.

Συγκεντρώθηκαν όλοι για το γάμο στο μεγάλο μέγαρο και τα βλέμματα όλων ήταν στραμμένα στο πριγκιπικό ζευγάρι: στον Αλκίνοο και στην Εμμέλεια και σε μένα που αγκάλιαζα τον άσπρο της λαιμό και άστραφτα σαν τον ήλιο. Ωστόσο, δεν ένιωθα χαρά με τις χαρές της κυράς μου. Ένιωθα αγωνία και ένας φόβος με τύλιγε πως θα συμβεί κάτι κακό. Και συνέβη. Στη διάρκεια της τελετής η Εμμέλεια ένιωσε αδιαθεσία, άρχισε να ζαλίζεται, να χάνει τις αισθήσεις της… ΄΄Ενιωσα ένα τράνταγμα και ύστερα κατάλαβα πως η Εμμέλεια είχε καταρρεύσει –κι εγώ μαζί της. Πέσαμε κάτω σαν τα φύλλα των δέντρων το φθινόπωρο. Όλοι έτρεξαν καταπάνω μας. Προσπάθησαν να συνεφέρουν την Εμμέλεια, αλλά μάταια… Εγώ πρώτο κατάλαβα πως είχε ξεψυχήσει. Σύντομα κι οι άλλοι το κατάλαβαν πως ήταν νεκρή. Ο πρίγκηπας Αλκίνοος ξέσπασε σε λυγμούς. Τα δάκρυά του έπεφταν σαν ασταμάτητες στάλες βροχής, ενώ η Δελχαρώ προσπαθούσε να κρύψει την άγρια χαρά   που απλωνόταν στην καρδιά της. 

Ο γάμος κατέληξε τελικά σε κηδεία της άμοιρης Εμμέλειας.  Εμένα, όμως, δεν με έθαψαν μαζί της. Με φύλαξαν ως γαμήλιο κόσμημα της Δελχαρώς, γιατί εκείνη θα παντρευόταν πλέον τον Αλκίνοο, καθώς έφυγε από τη ζωή η δίδυμη αδελφή της. Η Εμμέλεια δεν υπήρχε πια.

Κανένας δεν έμαθε ποτέ το πώς και το γιατί. Μόνο η Δελχαρώ το ήξερε, η αδελφοκτόνος, κι εγώ που την άκουσα ύστερα από καιρό να μονολογεί αποκαλύπτοντας το μυστικό της. Καμάρωνε για την τύχη της, και θαύμαζε τη δύναμη και την πονηριά της: «Ας είναι καλά η Κασσάνδρα, η φίλη μου η μάγισσα, που μου ετοίμασε το φίλτρο με βάση τη μαύρη ορχιδέα. Η Εμμέλεια είχε αλλεργία στη μαύρη ορχιδέα».

Εργασία της Μαθήτριας Πριοβόλου Ιωάννας (Α΄Λυκείου)

Η επιστροφή στη μήτρα της Γης

Ποιος θα το σκεφτόταν πως έτσι όπως ξεκίνησε η ζωή μου  θα τελείωνε;

Έτσι όπως ήμουν στο σώμα της μητέρας μου, έτσι είμαι και στον τάφο.

Με τη στάση του εμβρύου όλοι θα θυμούνται ότι όλοι από κάπου ξεκίνησαν και δεν ξεκίνησαν από το τίποτα.

Όλοι είχαν μια μητέρα, έναν πατέρα και μια ιστορία την οποία και παίρνουν μαζί τους στον θάνατό τους. Εγώ μπορεί να μην αποτέλεσα κάποιο σημαντικό πρόσωπο της κοινωνίας, όμως ήμουν μοναδικός και σημαντικός για κάποια άτομα της ζωής μου και κυρίως για  τους γονείς  και φίλους μου,  που με εκτίμησαν για αυτό που είμαι.          

Εργασία της Μαθήτριας Τσάγκα Ιωάννας (Α΄Λυκείου)

Ένας αρχαίος τρίποδας

Βρίσκομαι στο Αρχαιολογικό Μουσείο Πατρών, ανάμεσα σε διάφορα αρχαία αντικείμενα που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι στην καθημερινή τους ζωή, όπως δοχεία, πιθάρια, ξίφη για τους πολέμους, αλλά και πράγματα που φορούσαν οι ίδιοι, όπως κοσμήματα, ζώνες και σανδάλια. Eγώ είμαι ένας τρίποδας .

Ο τύπος τραπεζιού που είμαι, δηλαδή το ορθογώνιο τριποδικό τραπέζι, ήταν ο κυρίαρχος τύπος τραπεζιού της αρχαιότητας. Οι πρόγονοί μου ήταν Αιγύπτιοι, όμως ο δικός μου γεννήτορας ήταν  Έλληνας τεχνίτης. Η τάβλα μου είναι μακρόστενη και στηρίζεται σε τρία πόδια, δύο στη μία στενή πλευρά και ένα στην άλλη. Τα πόδια στην οικογένειά μου είναι συνήθως ορθογώνια, με κωνοειδές σχήμα  και καταλήγουν σε λεοντοπόδαρα. Σπάνια στη μία πλευρά το πόδι είναι λοξό και στην άλλη κατακόρυφο. Με την τάβλα συνδέονται με τόρμους, γόμφους ή ήλους  και μεταξύ τους για παραπάνω στήριξη με δοκάρια, ένα που συνέδεε το δοκάρι αυτό με το χαμηλότερο μόνο πόδι. Τα πόδια μου έχουν επιπλέον εξαρτήματα στα άνω άκρα τους για περαιτέρω στήριξη της τάβλας.

 Όσον αφορά στην καταγωγή μου, ο τελευταίος μου ιδιοκτήτης έτυχε να είναι ο Αγαμέμνονας, γιος του Ατρέα και βασιλιάς των Μυκηνών. Θυμάμαι τη μεγάλη  αίθουσα του θρόνου όπου με είχαν τοποθετήσει δίπλα σε ένα άγαλμα που απεικόνιζε το θεό Ερμή. Όποιος ερχόταν για να μιλήσει στον βασιλιά, είτε υπηρέτης είτε απλός πολίτης, γυρνούσε το κεφάλι του και με θαύμαζε. Ήμουν πάντα καθαρό και περιποιημένο. Ο βασιλιάς δεν άφηνε να με αγγίξει κανείς, παρά μόνο οι υπηρέτριες, οι οποίες με γυάλιζαν. Όλα καλά,  μέχρι που ο μυκηναϊκός λαός δέχτηκε επίθεση, και  κατέληξα για πολλά χρόνια κάτω από τα συντρίμμια και τα χώματα του παλατιού. Πέρασαν πολλά χρόνια, μέχρι να με ανακαλύψει κάποιος και τώρα  βρίσκομαι εδώ, στο μουσείο, και καθημερινώς δέχομαι  θαυμασμό από ανθρώπους, οι οποίοι έρχονται, για να ακούσουν και να μάθουν για μένα .